Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Θανάση Βέγγο ...



Ήθελα πολύ καιρό να σου γράψω, αλλά δεν ήξερα διεύθυνση, ούτε στην Αθήνα ούτε στην Κορινθία. Στην τελευταία μάλιστα, όταν εντελώς κατά τύχη προσέγγισα το σπίτι σου και άκουσα «κάπου εδώ μένει ο Βέγγος» σκέφτηκα να στα πω από κοντά, όμως οι πολύ ευγενικοί γείτονές σου μού έδωσαν να καταλάβω ότι θα σ’ ενοχλήσω και δεν επέμεινα. Δεν ήθελες δημοσιότητα και καλά έκανες.

Εκεί ψηλά που πήγες τώρα, είμαι βέβαιος ότι μπορείς να είσαι παντού, να επικοινωνείς με όποιον θες, να διαβάζεις ό,τι θες.

Ελπίζοντας ότι διαβάζεις και τούτο, έχω μια παράκληση για σένα.

Ήτανε, που λες, πριν λίγα χρόνια, τότε που βραβεύτηκες από την Προεδρία της Δημοκρατίας. Εκείνες τις μέρες, ο γέροντας πατέρας μου, που σε λάτρευε, όχι μόνο για την καλλιτεχνική σου αξία, αλλά και για τη σεμνή, ντόμπρα και αγωνιστική ανθρώπινη και πολιτική σου υπόσταση (σαν τη δική του και ανώτερη), ψυχορραγούσε.

Αδύναμος και ταλαιπωρημένος, μέσα σε ένα παραλήρημα πυρετού και άνοιας, είχε διακόψει κάθε επαφή με το περιβάλλον. Είχαμε εβδομάδες να ακούσουμε συγκροτημένη κουβέντα από τα χείλη του.

Ξαφνικά, εκείνο το βράδυ που η τηλεόραση μετέδιδε την είδηση της βράβευσής σου, το εξασθενημένο πνεύμα και σώμα του έδειξαν ενδιαφέρον! Με κοίταξε με νόημα, για πρώτη φορά μετά από καιρό σαν να ζητούσε πληροφορίες! Μάλλον μηχανικά, αφού δεν περίμενα ανταπόκριση, του είπα δυνατά, αργά και καθαρά «Ο Βέγγος βραβεύτηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας», για να λάβω από ένα φωτισμένο χαμογελαστό πρόσωπο την απάντηση, έντονη και κρυστάλλινη…

«Ναι; Χάρηκα πάρα πολύ!».

Αμέσως μετά βυθίστηκε και πάλι σε λήθαργο. Δεν ξανασυνήλθε, λίγες μέρες αργότερα έφυγε.

Γι αυτό λοιπόν Θανάση, σου εύχομαι καλό ταξίδι και καλήν αντάμωση και σ’ ευχαριστώ.

Σ’ ευχαριστώ για την ατελείωτη χαρά που έδωσες σε όλους τους Έλληνες τόσα χρόνια, σ’ ευχαριστώ για τις ατάκες σου, για το τρέξιμό σου, για το ότι δίδαξες αξιοπρέπεια.

Πιο πολύ όμως σ’ ευχαριστώ γιατί έδωσες στον αγωνιστή πατέρα μου την τελευταία χαρά τής πολυτάραχης και πονεμένης του ζωής.

Και σε παρακαλώ, εκεί ψηλά που βρίσκεσαι, αν τον δεις, να του πεις χαιρετίσματα. Πες του και κανένα χωρατό, από κείνα τα δικά σου, μήπως γελάσει λίγο το χείλι του, γιατί φαντάζομαι θα έχει πικραθεί πολύ με την κατάντια μας…