Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Ζήτημα θέλησης, επιμονής και ανάγκης.



Αιώνες πριν, στα βάθη της Ασίας. Ξημέρωμα. Λίμνη μεγάλη και βαθιά. Υγρασία και ομίχλη. Αυτοσχέδια βάρκα με κουπιά κινείται με μικρή ταχύτητα, μέσα σε απόλυτη ησυχία. Ο γέροντας που κωπηλατεί, με όση δύναμη του επιτρέπουν οι ρευματισμοί του, δεν έχει κανένα λόγο να βιάζεται. Το αντίθετο. Η γαλήνη της φύσης, ο αργός-ρυθμικός παφλασμός των κουπιών στο νερό, το αμυδρό φως και τα σύννεφα των υδρατμών, είναι ό,τι πρέπει για διαλογισμό. Ο σοφός δάσκαλος-στοχαστής, αρχιερέας του τοπικού θρησκευτικού-φιλοσοφικού ιερατείου, διότι περί αυτού πρόκειται, κάνει ακριβώς την ίδια διαδρομή, κάθε μέρα, επί δεκαετίες. Τον βοηθά να χαλαρώνει, να σκέπτεται, να φιλοσοφεί. Δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει αυτή του τη συνήθεια, παρότι τόσα χρόνια διαβάσματος, διδασκαλίας και διαλογισμού, τον έχουν φέρει πολύ κοντά στην απόλυτη σοφία.

Αυτό που δεν γνωρίζει, είναι ότι η σημερινή μέρα δεν είναι σαν τις άλλες. Δεν του περνά από το μυαλό ότι σε λίγα λεπτά θα δοκιμάσει την οδυνηρότερη έκπληξη της μακράς ζωής του. Ότι η γνώση, η εμπειρία και οι απόλυτες απόψεις του, θα αναγκαστούν να υποκλιθούν στον πανίσχυρο συνδυασμό θέλησης, επιμονής και ανάγκης.

Κωπηλατεί και κωπηλατεί, κι ενώ ο ήλιος που ανεβαίνει διαλύει σιγά-σιγά την ομίχλη, την ησυχία του πρωινού και τον ειρμό των σκέψεών του διακόπτουν φωνές. Δυνατές, επαναλαμβανόμενες κραυγές, που λένε και ξαναλένε το ίδιο πράγμα: μια σύντομη αλληλουχία λέξεων, κάτι σαν προσευχή, σαν ποίημα, σαν ξόρκι. Αναγνωρίζει και τα λόγια και αυτόν που απαγγέλλει. Ένας από τους νεότερους μαθητές του, εντελώς αρχάριος αλλά ενθουσιώδης και πείσμων, πειραματίζεται στην όχθη, αναφωνώντας τη μαγική φράση που, σύμφωνα με το «σύστημά» τους, είναι απαραίτητη για να μπορέσει κανείς να περπατήσει πάνω στο νερό.

Ο δάσκαλος κουνά το κεφάλι και χαμογελά συγκαταβατικά. Ο μαθητής τα κάνει όλα λάθος. Ούτε η σειρά των λέξεων είναι σωστή, ούτε η προφορά, ούτε ο τονισμός. Ο νέος ματαιοπονεί. Άλλωστε, ούτε ο ίδιος, ο πάνσοφος και φωστήρας, ο κατέχων το «σύστημα» όσο κανένας άλλος, ο βαθύς γνώστης του τελετουργικού, έχει καταφέρει ποτέ να περπατήσει στο νερό.

Κάνει να συνεχίσει την πορεία του, αλλά το ξανασκέπτεται. Δεν μπορεί να επιτρέψει τέτοια γελοιοποίηση του «συστήματος», αλλά ούτε και να στερήσει από τον αδαή αυτόν την, έστω αμυδρή, ελπίδα να περπατήσει πάνω στο νερό. Προσεγγίζει λοιπόν την όχθη, με σκοπό να διδάξει τον φτωχό νεανία το «σωστό».

Ο μαθητής αιφνιδιάζεται. Η αυτού εξοχότης ο τρισμέγιστος δάσκαλος, ο γκουρού, ο παντογνώστης, διακόπτει τη βαρκάδα του για να ασχοληθεί με την ταπεινότητά του. Μεγάλη η τιμή, μεγάλη και η ταραχή του. Ενόσω ο διδάσκαλος μιλά, η καρδιά του πάει να σπάσει, τ’ αυτιά του βουίζουν. Και φυσικά αδυνατεί να συγκεντρωθεί, αδυνατεί να παρακολουθήσει, αδυνατεί να κατανοήσει. Η διάλεξη τελειώνει, ο μαθητής ευχαριστεί, ο δάσκαλος αναχωρεί.

Ικανοποιημένος ο γέροντας σοφός, επιβιβάζεται στη βάρκα του και απομακρύνεται. Διανύει μερικές δεκάδες μέτρα και την ικανοποίηση διαδέχεται η … πλήρης απογοήτευση. Πίσω του ο νέος συνεχίζει την εξάσκηση αναφωνώντας … τα ίδια λάθη. Λάθος η σειρά, λάθος η προφορά, λάθος ο τονισμός. Τίποτε δεν κατάλαβε, χαμένος ο κόπος και η ώρα που του αφιέρωσε. Κουνά το κεφάλι με απόγνωση, αναλογιζόμενος τη στενομυαλιά τού νεαρού. Γυρίζει να του ρίξει μια τελευταία ματιά και … δέχεται το τελειωτικό χτύπημα.

Ο μαθητής του ΠΕΡΠΑΤΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ερχόμενος προς αυτόν! Πλησιάζει, φθάνει στη βάρκα και … ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΟΡΘΙΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΝΕΡΟ, ρωτώντας ευλαβικά τον εμβρόντητο γέροντα:
«Δάσκαλε συγγνώμη, αλλά νομίζω ότι, πάνω στη λαχτάρα μου, δεν κατάλαβα όσα είπες. Μήπως μπορείς να τα επαναλάβεις;».


Υ.Γ. Την παραπάνω ιστορία, πολύ γνωστή στην Ανατολή, σας τη μεταφέρω όπως την άκουσα πριν πολλά χρόνια από τον πατέρα μου, έναν γέροντα δάσκαλο με πλήρη σεβασμό στη θέληση και το πείσμα κάθε μαθητή. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, αλλά την είχε διαβάσει, μαζί με άλλες, σε βιβλίο Αμερικανού συγγραφέα που είχε ζήσει επί σειρά ετών στην Ασία. Ελλείψει του πρωτοτύπου, έγιναν δικές μου παρεμβάσεις προς χάριν της αφήγησης, οι οποίες όμως καθόλου δεν αλλοιώνουν το νόημά της.
Την αφιερώνω, με την ευκαιρία του νέου έτους, σε όλους τους ανασφαλείς, ηττοπαθείς, γκρινιάρηδες και μίζερους, που αναζητούν «πεφωτισμένους» ηγέτες στο δρόμο τους και «μαγικές» λύσεις στα προβλήματά τους.

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Όχι άλλους συστημικούς επαναστάτες please. Αρκετά!



Το κακό με τα «επώνυμα»-διάσημα-αναγνωρίσιμα τυπάκια που τα «χώνουν» στο σύστημα που τα γέννησε και τα τρέφει (από το υστέρημα του λαού), έχει παραγίνει.

Ηθοποιάκια της συμφοράς, χαβαλετζήδες επιπέδου γυμνασιακού χιούμορ, βρωμόστομοι διασκεδαστές, τηλεπερσόνες της … βούρτσας, σκυλοπόπ αοιδοί, κίτρινοι εκδότες, δημοσιοκαφράκια της κακιάς ώρας αλλά και παλιοκαραβάνες της τέταρτης εξουσίας που δεν περνάει πια η μπογιά τους, πουροφρικιά, ενσωματωμένοι ιστολόγοι, καθηγητάδες με διατριβές στο νεποτισμό αλλά και «έγκριτοι» αναλυτές, «ριζοσπαστικοί» ρεπόρτερς, και «σοβαροί» αρθρογράφοι, έχουν ξεσκιστεί στο «χώσιμο».

Αθυρόστομοι τάχα (εκ του ασφαλούς βεβαίως-βεβαίως), «αγανακτισμένοι» (σιγά τα αίματα ρε), «μαχητικοί» (με τα καλσόν ακέραια και τις τσέπες γεμάτες), τα «χώνουν» ολημερίς κι ολονυχτίς στο σύστημα, στο καθεστώς, στον καπιταλισμό, στα λαμόγια κτλ. Στην οικογένειά τους δηλαδή. Στους πατεράδες, στις μανάδες και στ’ αδέλφια τους. Γιατί αυτό είναι: σπλάχνα από τα σπλάχνα του συστήματος.

Το μόνο «χώσιμο» που βλέπω εγώ είναι το χώσιμό τους από την κορυφή μέχρι τα νύχια στα σκατά του συστήματος. Άλλοι βουτηγμένοι στη διαπλοκή, άλλοι με τρελές κονόμες και οι περισσότεροι και τα δύο. Και μερικοί απλώς … μαλακοί.

Απ’ όλα έχει το πανέρι: Λαζόπουλους, Αναστασιάδηδες, Κανάκηδες, Ελληνοφρενείς (Καλαμούκηδες, Μπαρμπαγιάννηδες), Αρναουτόγλουδες, Σφακιανάκηδες, ΓιωργοΚουρήδες, Χίους, Χαρδαβέλλες, ΤζιμοΠανούσηδες, Πιτσιρίκους, Πιπερόπουλους, αλλά και ΚατερινοΑκριβοπουλάδες, Κουλογλάδες, Φυντανίδηδες και πάει λέγοντας.

Από πού εκπέμπουν όλοι αυτοί τις «αντισυστημικές» κορώνες τους; Πού δημοσιεύουν τα «επαναστατικά» μανιφέστα τους; Πού «πυροβολούν» την κακιά εξουσία, την κακούργα κοινωνία και το σάπιο καθεστώς; Μα φυσικά στα media του Ψυχάρη, του Μπόμπολα, του Αλαφούζου, του Βαρδινογιάννη και των λοιπών φιλανθρώπων, πονόψυχων, αλτρουιστών, υγιών επιχειρηματιών!

Το έχω ξαναπεί και το επαναλαμβάνω: Το σύστημα διαθέτει βαλβίδες ασφαλείας. Θυρίδες εκτόνωσης της λαϊκής οργής. Θερμοστάτες που εμποδίζουν την υπερθέρμανση και την έκρηξη (του κοσμάκη). Ο φουκαράς ο νεοέλληνας (και ο Τούρκος και ο Αμερικανός και… και…), πρέπει να βρίσκει στην οθόνη της τουβούλας, στις αράδες της φυλλάδας, στον «αέρα» του ραδιοφώνου, τον «άνθρωπό του».

Τον «δικό του» άνθρωπο. Αυτόν που θα λέει ό,τι δεν μπορεί να πει ο ίδιος. Που θα καταγγέλλει, θα φωνάζει, θα στιγματίζει, θα βρίζει. Αυτόν λοιπόν τον άνθρωπο, τους ανθρώπους γενικότερα, τους «δικούς μας ανθρώπους», τους παρέχει, με χαρακτηριστική άνεση και αφθονία, σαν να μην τρέχει τίποτα, το … ίδιο το σύστημα! «Τσιμπάει» ο φουκαράς, εκτονώνεται μέσω αυτών (των μπράβων του συστήματος), δεν σκέπτεται καν το προφανές, πώς είναι δηλαδή δυνατόν το σύστημα να επιτρέπει να του τα «χώνουν» από τα μέσα, πώς είναι δυνατόν το καθεστώς να αφήνει τα δάχτυλά του να απειλούν τα μάτια του, δεν απορεί που παρά τα τόσα «χωσίματα» το σύστημα παραμένει ακλόνητο και πάει να κάνει νάνι ανακουφισμένος. Η οργή του εξατμίστηκε. Τα «έχωσε» μέσω αντιπροσώπου. Με πληρεξούσιο που ούτε καν υπέγραψε…

Δεν υποστηρίζω ότι όλοι οι «χωσιματίες» (όπως «κινηματίες») είναι συνειδητά όργανα της εξουσίας. Αρκετοί είναι απλώς … μαλακοί. Την κοσμοθεωρία τους, την τρέλα τους, τις μηδενιστικές τους τάσεις, απλώς τις εκμεταλλεύεται το σύστημα. Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Κρατάνε τα μπόσικα. Υπό αυτή την έννοια αποκτά τεράστια σημασία η κυνική δήλωση του κυρίου «Αποστόλη» του Σκάαααϊ τις προάλλες: «αν νομίζετε, ότι εμείς (εννοεί την αφεντιά του, τον Καλαμούκη κτλ) νομίζουμε ότι κάτι μπορούμε να αλλάξουμε στον κόσμο μ’ αυτήν εδώ την εκπομπή, είστε γελασμένοι».

Γι αυτό σας παρακαλώ συν-πατριώτες, συν-ιστολόγοι. Μην πέφτετε κι εσείς στην παγίδα τού «ωραία τους τα ‘χωσε ο τάδε διάσημος». Μην τους αναπαράγετε. Κι αν το κάνετε, μην τους ηρωοποιείτε. Κρατείστε επιφυλάξεις. Η επίθεση που δέχονται η πατρίδα μας, τα όσια και τα ιερά μας, δεν δικαιολογούν να αποζητούμε στηρίγματα σε τσιράκια του καθεστώτος. Είναι ξεφτίλα να γυρεύουμε να πιαστούμε από κάπου, από μια σωστή δήλωση, μια λογική κουβέντα, μια πατριωτική αποστροφή κάποιου συστημικού μαλακίου. Και μην μου πείτε «να μην τα ισοπεδώνουμε όλα». Μη με ρωτήσετε «εσύ δεν είσαι που έγραφες ότι οι σωστές κουβέντες απ’ όπου κι αν προέρχονται παραμένουν σωστές;». Εγώ και επιμένω. Όταν όμως αυτή την αρχή το σύστημα επιχειρεί να την χρησιμοποιήσει εναντίον μας, δεν πρέπει να το επιτρέψουμε.

Από πού κι ως πού λοιπόν «σωστή» η μανδάμ που πιπίλιζε συνέχεια περί ανάγκης αναγνώρισης της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου ως σύγχρονης πραγματικότητας, και το επαναλάμβανε ακόμα και χωρίς αφορμή όπως ο Βουτσάς το «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;». Από πού κι ως πού «πατριώτης» ο αβανταδόρος του «λυγίζω κουτάλια με τη σκέψη»; Από πού κι ως πού «ελληνόψυχος» ο διασκεδαστής των χαρτογιακάδων του Δ.Ν.Τ; Από πού κι ως πού «καρντάσια» οι γλείφτες της Πασοκόσκυλας με τα ωραία μάτια; Από πού κι ως πού «σοφός» ο «παίρνω σβάρνα τα blogs, εγώ κι η κόρη μου κι ο γιός μου-ωχ! ξέχασα να κάνω λέκτορα τη γάτα μου»;

Το ερώτημα «αν μπορεί να κάνει κανείς να γκρεμίσει το σύστημα από τα μέσα με φανφάρες, αστειάκια, ατάκες κτλ» το απαντώ σήμερα: Ο-Χ-Ι. Όσοι τα επιχειρούν αυτά είναι πιόνια του συστήματος εκόντες ή άκοντες.

Όσοι κηρύττουν αληθινό πόλεμο στο σύστημα, επωνύμως, επισήμως και δημοσίως, πληρώνουν ακριβά. Το τίμημα είναι περιθωριοποίηση ή θάνατος.

Οι υπόλοιποι είναι επαναστάτες της πορδής.