Το κρύο της Τρίπολης είναι βαρύ. Όλοι το λένε. Και οι ντόπιοι και οι επισκέπτες. Αδυνατούσα να καταλάβω την αξία μιας τέτοιας διαπίστωσης (τι στο καλό· το πολύ κρύο είναι παντού βαρύ, γιατί τέτοια προκατάληψη με την Τρίπολη;). Μέχρι που πήγα και σ’ άλλα μέρη, ντόπια και ξένα, με πολύ κρύο. Έκτοτε αναφωνώ κι εγώ μαζί με τους άλλους: «Το κρύο της Τρίπολης είναι βαρύ.».
Τρίπολη λοιπόν. Περίπου 60 χρόνια πριν. Παραμονή Χριστουγέννων. Μεσημεράκι. Βοριάς παγωμένος, το Μαίναλο κάτασπρο από το χιόνι, πυκνές νιφάδες χιονιού πέφτουν και μέσα στην πόλη και γενικά … (μαντέψτε…) … κρύο βαρύ!
Στην πλατεία ΑγιοΒασίλη πολλοί οι διαβάτες, όλοι βιαστικοί, όλοι πολυάσχολοι. Νοικοκυρές και συνταξιούχοι για τα τελευταία ψώνια, κάτι πιτσιρικάδες αγωνίζονται να βρουν κάποιον που δεν του τα ‘πανε ακόμα (τα Κάλαντα) για να κονομίσουν καμιά δεκάρα, κτλ κτλ.
Οι δύο νεαρές κοπέλες, κουκουλωμένες μέχρι τ’ αυτιά μέσα στα φθαρμένα πανωφόρια τους, έχουν τελειώσει τα ψώνια και τρέχουν για το σπίτι. Παγωμένες αλλά γελαστές, οι δυό αδελφές πηγαίνουν να ετοιμάσουν το γιορτινό τραπέζι, ανέμελες και ευτυχείς. Και η ευτυχία τους αυτή δεν πηγάζει από πλούτη …
Η μικρότερη από τις δύο σταματάει ξαφνικά. Μες στο χιόνι και παρά τον αέρα παρατηρεί κάτι παράξενο. Κάτι αλλόκοτο υπάρχει στην πλατεία, κάτι εντελώς αταίριαστο με το υπόλοιπο σκηνικό. Σε πλήρη αντίθεση με τη διάχυτη και διαρκή κίνηση που επιβάλει το βαρύ κρύο, μια μικρή φιγούρα είναι εντελώς ακίνητη. Για πολλή ώρα.
Ένα τόσο δα ανθρωπάκι. Ένα παιδάκι. Ένα γυφτάκι.
Βρίσκεται μπροστά στο περίπτερο. Δεν το κουνάει από κει. Προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον περιπτερά. Απλώνει το χεράκι του και κάτι λέει. Ξανά και ξανά.
Μάταια. Εκείνος είναι κλεισμένος στο περίπτερο, προσπαθώντας να ζεσταθεί μ’ ένα μαγκάλι με κάρβουνα. Έχει κλείσει ακόμη και το τζαμάκι. Ούτως ή άλλως και με ανοιχτό το τζαμάκι η προσπάθεια του μικρού θα ήταν καταδικασμένη. Η παιδική φωνούλα παρασέρνεται από τον βοριά και το μικρό κορμάκι είναι αόρατο από το εσωτερικό του περιπτέρου.
Οι κοπέλες πλησιάζουν. Το σοκ είναι μεγάλο.
Το γυφτάκι είναι ολομόναχο και ρακένδυτο. Στο τεντωμένο χεράκι του κρατάει μια δεκάρα (από κείνες με την τρύπα στη μέση· τις θυμάστε;) και επαναλαμβάνει μονότονα την ίδια ερώτηση:
«Φούτσε! Έχει φούτσε;». («Φούσκες! Έχεις φούσκες;»).
Είναι κάτι στιγμές που δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να κλάψεις. Ιλαροτραγικές. Αν τα κάνεις και τα δύο ταυτόχρονα, το αποτέλεσμα λέγεται κλαυσίγελως.
Σ΄αυτή τη θέση βρέθηκαν οι κοπέλες μας. Ένα παγωμένο και πεινασμένο παιδάκι, χωρίς καμία επίβλεψη ενηλίκου, αψηφά κρύο και πείνα και επιχειρεί να ξοδέψει όλο του το βιός για να αγοράσει … μπαλόνια!!!
Δεν δίνει δεκάρα για τον χιονιά. Δεν δίνει δεκάρα για την άδεια του κοιλίτσα. Δίνει όμως τη μία και μοναδική του δεκάρα για «φούτσε»!
Κάθε προσπάθεια που κατέβαλαν οι κοπέλες μας για να πείσουν το γυφτάκι να μπει κάπου για να προφυλαχθεί από το κρύο και για να μην ξοδέψει το υστέρημά του σε ... φούσκες, απέβη άκαρπη. Ο μικρός ήταν ανένδοτος. Παγωμένες κι αυτές και πεινασμένες ξεκίνησαν απογοητευμένες να φύγουν, όταν προς ανακούφισή τους έτρεξε άλλος διαβάτης. Άνδρας αυτός και αυστηρός, ωστόσο δεν φαινόταν να καταφέρνει πολλά πράγματα, ενόσω οι δεσποινίδες απομακρύνονταν. Ο γυφτάκος είχε αποφασίσει να διεκδικήσει μέχρις εσχάτων το δικαίωμά του στην ευτυχία, όπως εκείνος την εννοούσε.
Οι κοπέλες δεν έμαθαν ποτέ τι απέγινε το γυφτάκι. Αργότερα όμως, το ίδιο βράδυ, καθισμένες με τον μικρότερο αδελφό τους στο γιορτινό τραπέζι, αναλογίστηκαν πόσο ευτυχισμένες ήταν. Νέες και όμορφες, είχαν όλη την ζωή μπροστά τους. Χρήματα και καλούδια δεν είχαν, είχαν όμως ένα καμαράκι με μικρό ενοίκιο, μια ξυλόσομπα-αντίδοτο στο βαρύ κρύο κι ένα τσουκάλι με όσπρια και λαδερά. Είχαν αφήσει πίσω τους, στο χωριουδάκι της ορεινής Αρκαδίας, τη φτώχεια και τη μιζέρια, το φτωχοκάλυβο, τη στρωματσάδα για έξι παιδιά, το λιγοστό φαΐ και την ανύπαρκτη θέρμανση. Ο καλός Θεός είχε φροντίσει να βρει δουλειά στη Μακεδονία ο μεγάλος τους αδελφός, ο επιστήμονας, και να καλοπαντρευτεί (με δάσκαλο!) η μεγάλη τους αδελφή. Η βοήθεια απ’ αυτούς, σε συνδυασμό με τα μεροκάματα του μικρού αδελφού ήταν αλάνθαστα σημάδια Θείας Πρόνοιας.
Η μικρότερη από τις κοπέλες, η πολυαγαπημένη μου θεία, ταξίδεψε λίγα χρόνια αργότερα για τον Παράδεισο (είμαι σίγουρος), η μεγαλύτερη όμως, η γερόντισσα πλέον μάνα μου, συνεχίζει (υπό καθεστώς κλαυσιγέλωτος) να διηγείται κάθε χρόνο τέτοιες μέρες την παραπάνω ιστοριούλα.
Σας τη μεταφέρω αυτούσια και μαζί με τις ευχές μου, παρακαλώ σας.
Παρακαλώ σας, σκεφθείτε. Κανείς δεν πρέπει να δηλητηριάζει τη νιότη του, την υγεία του, τη ζωή του εντέλει, κυνηγώντας υλικά αγαθά και πλούτη. Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να ‘ναι ευτυχισμένος. Να μην πεινάει και να μην κρυώνει θέλει. Ένα πιάτο φαΐ κι ένα κεραμίδι για το κεφάλι του. Και μερικές ψυχούλες, ιδιαίτερα οι παιδικές, αγαλλιάζουν με κάτι φανταχτερό, έστω και φθηνό, έστω και περιττό…
4 σχόλια:
Ιστοριούλα μέ δίδαγμα.
Χρόνια πολλά αδελφέ, καλή χρονιά (ή τουλάχιστον καλύτερη) σέ εσένα καί στούς δικούς σου, καλή συνέχεια στό blogg, καί καλή λευτεριά.
Ευχαριστώωω! Καλή χρονιά και σε σένα!
Αριστείδη, έχω πολύ καιρό να περάσω απ' τα λημέρια σου. Πεθύμησα την καθαρή και κοφτερή ματιά σου. Η ιστορία σου είναι πραγματικό δώρο από καρδιάς. Ανταποδίδω με άλλη μιά χριστουγεννιάτικη, μικρή ιστοριούλα:
http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=Blog&file=page&op=viewPost&pid=21308
Καλές Υπομονές και Καλή Λευτεριά.
Ααα, δεν πειράζει φιλενάδα! Εδώ ακόμη κι εγώ επισκέπτομαι το ιστολόγιο (το δικό μου!) σπάνια!
Κι όσο για τον καλόγερο... σωστόοος!
Ευχές κι από μένα!
Δημοσίευση σχολίου