Ο Νικολάκης γιόρταζε.
Κι επειδή ο Νικολάκης γιόρταζε, πήρα ένα παιχνιδάκι για δώρο και τον επισκέφτηκα.
Καλή η παρέα, καλά περνάγαμε, πέρασε και η ώρα.
Ο μπαμπάς του Νικολάκη είπε να κεράσει σουβλάκια. Δεν είχε την οικονομική δυνατότητα για κάτι παραπάνω, αλλά και οι υπόλοιποι της παρέας δεν είχαμε απαίτηση για κάτι παραπάνω (στο ίδιο οικονομικό επίπεδο-χάλι είμαστε όλοι).
-«Εδώ κάτω στην πλατεία. Ξέρετε ... την κεντρική. Είναι ο Τάδε».
-«Ποιος είναι ο Τάδε ρε παιδιά;».
-«Δεν τον έχετε ακούσει; Αααα, το καλύτερο σουβλάκι της Αθήνας. Από το 19τόσο!».
-«Σοβαρά; Ε τότε βουρ! Ένα καλαμάκι κοτόπουλο-ντομάτα-πατάτες για μένα».
Κτλ κτλ.
Η ιδέα (καθόλου πρωτότυπη, μα τόσο οικεία, ανθρώπινη και προσφιλής στην ελληνική παρέα) απεδείχθη ατυχής.
Αφού πέρασε καμιά ώρα και είχαμε αλληθωρίσει από την πείνα («Εεε, γιορτή σήμερα, θα ‘χει πολλή δουλειά μωρέ» κτλ κτλ), έρχεται ένας βρωμύλος (ούτε ο ήρωας εργάτης υπονόμων αμέσως μετά την καθ’ όλα σεβαστή δουλειά του δεν βρωμάει έτσι) και φέρνει τα σουβλάκια τού Τάδε, τα καλύτερα της Αθήνας από το 19τόσο:
Όλα καμένα.
Πάει το βράδυ, πάει η ωραία ατμόσφαιρα, πάει κι η παρέα.
Αρχίσανε όλοι τα «Γαλλικά», εκνευρισμός, άλλοι προτείνανε να τον υποχρεώσουμε να φέρει καλύτερα (μετά από 2 ώρες υποθέτω, αφού γι αυτά τα σκατά-καλύτερα χρειάστηκε 1 ώρα), άλλοι να τα επιστρέψουμε και να πάρουμε τα χρήματα πίσω (και να μείνουμε νηστικοί ή να απευθυνθούμε σε άλλον καραγκιόζη που πουλάει καλύτερα καλύτερα σουβλάκια από το 18τόσο) κτλ κτλ.
Ένας πιο παρατηρητικός διαπίστωσε ότι τα καλύτερα σουβλάκια από το 19τόσο συνοδεύονταν απ’ αυτό:
Το δελτίο παραγγελίας. Ένα εσωτερικό στοιχείο του καταστήματος που δεν πρέπει να φτάνει στον πελάτη και τίποτε άλλο.
Απόδειξη που-θε-νά.
Ζήτησα ευγενικά συγγνώμη («Είναι ήδη αργά. Δεν πειράζει ... άλλη φορά»), παρηγόρησα τον συντετριμμένο μπαμπά του Νικολάκη («Τον καραγκιόζη μου χάλασε τη γιορτή»), φίλησα τον Νικολάκη και αποχώρησα.
Πριν φύγω τελείως από την περιοχή, έκανα μια επίσκεψη στο ψητοπωλείο του Τάδε όπου από το 19τόσο φτιάχνονται τα καλύτερα μελαχρινά σουβλάκια.
Κατόπιν όλων αυτών, και αφού επαναλάβω την προτροπή προς τους αναγνώστες μου να στέλνουν στο διάβολο όποιον φημισμένο κερατά τους πουλάει σκατά και τους φτύνει στα μούτρα, είμαι υποχρεωμένος να προβώ στις παρακάτω δηλώσεις:
Κύριε Τάδε μου, από το 19τόσο.
Δεν πιστεύω ότι έγινες τυχαία διάσημος. Από το 19τόσο που ξεκίνησες και για πολλά έτη πρέπει να έφτιαχνες καλό σουβλάκι. Δεν μπορεί όοολοι αυτοί που περιδρομιάζουν σε σένα από το 19τόσο να τρώνε καμένα. Θα το μαθαίναμε. Θα τους είχε θερίσει ο καρκίνος.
Θα ήσουν λοιπόν καλός. Θα είχες μεράκι, τέχνη και καλά υλικά. Τι να τα κάνω όμως;
Τι να την κάνω την ιστορία σου; Τι να το κάνω το κυριλέ (και προσφάτως ανακαινισθέν και επεκταθέν καθώς μανθάνω) μαγαζί σου; Τι να την κάνω τη φήμη σου και τις χαμογελαστές φάτσες διασήμων που κατά καιρούς σερβίρισες στις φωτογραφίες που κοσμούν τους τοίχους;
Κύριε Τάδε μου, συμπάθα με, αλλά είσαι κλέφτης. Δυό φορές μάλιστα. Σήμερα, 6 Δεκέμβρη του 2013, του Άι Νικόλα ανήμερα, έκλεψες φτωχούς ανθρώπους πουλώντας τους σκατά και εισπράττοντας ευρώ και μετά τους ξανάκλεψες κρυφά μη δίνοντας απόδειξη.
Είσαι και επικίνδυνος. Το προσωπικό σου βρωμάει (αν για τη συναλλαγή με τον ντελιβερά απαιτείται μανταλάκι στη μύτη, δεν τολμώ να φανταστώ πώς είναι ο ψήστης που ο κόσμος δεν τον βλέπει) και τα σουβλάκια σου είναι θάνατος (ρώτα έναν χημικό τροφίμων να σου πει τι σημαίνει καμένο κρέας και καμένο λίπος).
Λοιπόν κύριε Τάδε μου, δεν ξέρω πώς ήσουνα το 19τόσο, αλλά το 2013 είσαι αχρείος. Είσαι ένα από τα πολλά σάπια φρούτα που υπάρχουν μεν παντού, αλλά ευδοκιμούν ανενόχλητα (ατιμώρητα) μόνο στην Ελλάδα.
Είσαι σαν τα σουβλάκια που πουλάς:
Καμένος.