Το ερώτημα του δημοψηφίσματος, παρόλο που μπορεί να απαντηθεί με «ναι» ή «όχι», αφορά σε υποπερίπτωση της υποπεριπτώσεως (μία μόνο πρόταση, ενός μόνο οικονομικού σχεδίου διάσωσης, από τις πάμπολλες δυνατές παραλλαγές ενός πολυπλοκότατου συστήματος βασισμένου στο χρέος), η οποία δεν αφορά σε μείζον εθνικό θέμα. Αντιθέτως, οι συνέπειες της απαντήσεως, όποια και αν είναι αυτή («ναι» ή «όχι») αφορούν σαφώς σε μείζονα εθνικά θέματα (η ΕΕ δεν είναι πλέον αμιγώς οικονομική ένωση, συνεπώς τόσο η παραμονή μας υπό αντεθνικές πολιτικές ντιρεκτίβες, όσο και η πιθανή έξοδός μας μπορούν να προκαλέσουν περισσότερα του ενός μείζονα εθνικά και πολιτικά ζητήματα), τα οποία όμως είναι απρόβλεπτα και καμία εγγύηση δεν μπορούμε να έχουμε ούτε για την εμφάνισή τους ούτε για την εξέλιξή τους. Το βαθύτερο ερώτημα δηλαδή του δημοψηφίσματος δεν είναι σαφές και, ακόμη χειρότερα, η αποσαφήνισή του όχι μόνο δεν επιχειρείται από την ούτως ή άλλως αναξιόπιστη ελληνική κυβέρνηση, αλλά μάλλον εξαρτάται από την αντίδραση των ξένων κυβερνήσεων και των διεθνών τραπεζιτών. Με άλλα λόγια, το ερώτημα του δημοψηφίσματος μπορεί να φαίνεται, αλλά δεν είναι «τελικό» και κατά συνέπεια το δημοψήφισμα που στηρίζεται σε τέτοιο ερώτημα συνιστά παγίδα.
Αν μάλιστα συνυπολογιστούν:
α) τα ψεύδη, οι υπαναχωρήσεις και οι ασάφειες της κυβέρνησης που το προτείνει (στους 5 μήνες που κυβερνά συνέδραμε μόνο τους αιώνιους φοιτητές, τους λαθρομετανάστες και τους ποινικούς κατάδικους)
β) το γεγονός ότι προτείνει απάντηση («όχι») στους ψηφοφόρους, καλυπτόμενη πίσω από ψευδοσυναισθηματικές και ψευδοπατριωτικές κορώνες, ενώ η ίδια είχε υποβάλλει πρόταση παραπλήσια με αυτήν που υποτίθεται ότι απορρίπτει μετά βδελυγμίας και ενώ τα φερέφωνά της μας βομβάρδιζαν και μας βομβαρδίζουν με δημοσκοπήσεις όπου οι ψηφοφόροι τάσσονταν και τάσσονται αναφανδόν υπέρ της κυβέρνησης (του «όχι») με εντολή να φέρει από τας Ευρώπας τη συμφωνία (του «ναι»)!
γ) οι αξιοπερίεργες δηλώσεις στελεχών της ότι η πρόταση για «όχι» θα μεταβληθεί σε πρόταση για «ναι» αν οι «κακοί» δανειστές υπαναχωρήσουν, οπότε το «όχι» αναλόγως των εξελίξεων και μέχρι την 5η Ιουλίου δεν είναι καθόλου βέβαιο (μπορεί να είναι «όχι», «όχι και τόσο όχι», «καθόλου όχι»).
δ) η θέση του Προέδρου Πάκη τον οποίον η κυβέρνηση εγκατέστησε στο Προεδρικό Μέγαρο (θυμίζω ότι οι εκλογές έγιναν ώστε να προκύψει βουλή που θα εξέλεγε Πρόεδρο της Δημοκρατίας και για κανέναν άλλο λόγο) κινδυνεύει, αν προκριθεί το αδιανόητο γι αυτόν ενδεχόμενο, το οποίο όμως είναι πιθανό μετά την πρόταση της ίδιας κυβέρνησης για «όχι»
τότε η παγίδα είναι μεγάλη και βαθιά (για ελέφαντες).
Ενδεχομένως πρόκειται για διαπραγματευτικό όπλο μιας σοσιαλδημοκρατικής (δηλαδή καπιταλιστικής και όχι πραγματικά αριστερής) κυβέρνησης ερασιτεχνών, στο οποίο χρησιμοποιεί τον λαό ως «στρατό» εν αγνοία του, προκειμένου να εδραιωθεί στα διεθνή κλαμπς, μιας υποτιθέμενης (και ανύπαρκτης) στοργικής συνιστώσας του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
Σε κάθε περίπτωση, η πιθανότητα να ψηφίσω «όχι» για τους (άγνωστους εν πολλοίς) λόγους που το προτείνει ο Α. Τσίπρας, «όχι» θολό, που μπορεί να σημαίνει «όχι στην λιτότητα, αλλά στείλτε άφθονα δανεικά να ζούμε σαν παράσιτα», «όχι» που μπορεί να μην σημαίνει «έξω από την ΕΕ» αλλά «όχι» γενικώς και αορίστως κι άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, απορρίπτεται. Την έγερση του Έθνους υπό Τσίπρα, Βαρουφάκη, Κοτζιά, Χριστοδουλοπούλου και Παρασκευόπουλο, την οποία διατυμπανίζουν σύσσωμα τα «πατριωτικά» ιστολόγια, μόνο ως μαύρο χιούμορ μπορώ να την εκλάβω.
Η πιθανότητα να ψηφίσω «όχι» εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία που μου δίνει μια κυβέρνηση που πιθανώς δεν θέλει πραγματικά ρήξη, προκειμένου να προκληθεί μεγάλου μεγέθους αναστάτωση που θα δημιουργήσει συνθήκες «κινήματος» (Θύμιος Παπανικολάου και άλλοι υγιών προθέσεων αριστεροί πατριώτες), αν και ελκυστική δεν με καλύπτει. Δεν θα υποστηρίξω ότι δεν γουστάρω να κάνω μάγκες τους τζάμπα-μάγκες (αν και είναι αλήθεια· πολλοί ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ με την ελπίδα να τα θαλασσώσει, ωστόσο η θάλασσα απεδείχθη ωκεανός χωρίς τέλος), και θα επιμείνω ότι ένα δημοψήφισμα-οπερέτα από μια αλλοπρόσαλλη κυβέρνηση αγνώστων προθέσεων, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να το ανακαλέσει, να του αλλάξει προϋποθέσεις ή να αλλοιώσει την έννοια του «όχι» κατά πώς την συμφέρει, που δέχεται ακόμη και να συζητήσει για αντιλαϊκές πολιτικές με εξωθεσμικούς παράγοντες και αλλοδαπούς τραπεζίτες και που ενδεχομένως να με (μας) χρησιμοποιήσει ως όχημα με άγνωστο φορτίο και προορισμό, δεν προσφέρεται για έναρξη κινήματος.
Επίσης:
Η ψήφος, θεωρητικά τουλάχιστον, πρέπει να αποσκοπεί στην προάσπιση του κοινού συμφέροντος και όχι στο προσωπικό συμφέρον του ψηφοφόρου, δηλαδή πρέπει κανείς να ψηφίζει αυτό που νομίζει ότι θα κάνει καλό στο σύνολο και όχι στον εαυτό του. Δεδομένου ότι οι συμπολίτες μου ξέμαθαν να εργάζονται (άλλοι καθ’ έξιν, ξύνοντας τους αδένες τους και κατασπαταλώντας δανεικό ΕΟΚικο χρήμα και άλλοι – οι περισότεροι δυστυχώς – κατ’ ανάγκην, μένοντας άνεργοι επί σειρά ετών λόγω διακοπής των ψιχίων του δανεικού ΕΟΚικου χρήματος που κατέληγαν σε αυτούς), αμφιβάλλω (επιτρέψτε μου) για το κατά πόσον μπορούν να επιζήσουν εκτός ΕΕ και δανεικού (έστω και με το σταγονόμετρο) χρήματος και να στηριχτούν στην σκληρή δουλειά τους στο πλαίσιο ανεξάρτητης και εκ του μηδενός εθνικής οικονομικής ανασυγκρότησης ενός ρημαγμένου κράτους, οπότε θα πρέπει να ψηφίσω «ναι» στο δημοψήφισμα διότι στην αντίθετη περίπτωση τους καταδικάζω σε βέβαιη ανέχεια.
Φυσικά, για καθαρά ιδεολογικούς λόγους, αδυνατώ να ψηφίσω «ναι» διότι έτσι συμπαρατάσσομαι με το σύνολο των διεθνών τοκογλύφων και των εγχωρίων λαμόγιων και ηλιθίων. Δεν ανταλλάσσω τη συνταξούλα μου με την πατρίδα. Τέλος.
Λυπάμαι, το δημοψήφισμα–παγίδα, σε ότι με αφορά οδηγεί σε αδιέξοδο. Αποφάσισα να απέχω.
Υ.Γ 1 Σε όσους ψηφίσετε «όχι» για καθαρά εθνικούς λόγους: συμπαρίσταμαι, αλλά ... κάντε και την προσευχή σας...
Υ.Γ 2 Το Οργουελικό σενάριο «παίζει» μέχρι την τελευταία στιγμή