Του γιατρού Θανάση Παπαγεωργίου
Πρόκειται για το πρώτο μιας σειράς άρθρων, με πλήρη επιστημονική τεκμηρίωση, που κινούνται μακριά από τις ανοησίες των διαπλεκόμενων «ειδικών» και τις τραγικές γελοιότητες των συνωμοσιολόγων.
Τις τελευταίες ημέρες παρατηρείται μια ανησυχία στους κύκλους των Ελλήνων επιδημιολόγων. Η ανησυχία αυτή, όπως ισχυρίζεται ο βασικός τηλεοπτικός εκπρόσωπος της ομάδας, έχει προκληθεί από την «πρόσφατη» αύξηση του αριθμού των αποκαλούμενων «ορφανών κρουσμάτων». «Η κινητικότητα, με αυξημένο αριθμό ορφανών κρουσμάτων, είναι ένα πιθανό προοίμιο δεύτερου κύματος» δήλωσε ο επίκουρος καθηγητής υγιεινής και επιδημιολογίας ιατρικής σχολής ΕΚΠΑ, Γκίκας Μαγιορκίνης.
Ωστόσο η χρήση του αδόκιμου αυτού όρου που παραπέμπει σε συναισθήματα συμπόνιας και οίκτου, είναι ικανή να προκαλέσει μόνον τον οίκτο απέναντι στην επιστημονικά θλιβερή
ένδεια που εμφάνισε όλο το προηγούμενο διάστημα η ομάδα αυτή.
Πολύ φοβούμαι ότι η όψιμη ανησυχία τους δεν δικαιολογείται, διότι τα κρούσματα αυτά δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ορφανά», αλλά μάλλον πρόκειται περί κρουσμάτων «αγνώστου μεν προέλευσης», αλλά «γνωστής πατρότητας»!!
Δεν πρόκειται προφανώς για κρούσματα, τα οποία δεν γνωρίζουμε την προέλευση τους, απλώς είναι κρούσματα που δεν «προσήλθαν αυτοβούλως» (τελευταία γίνεται ευρεία χρήση του όρου»).
Είναι κρούσματα που ανήκουν στη μεγάλη δεξαμενή των κρουσμάτων που ήταν και εξακολουθούν να βρίσκονται ανάμεσά μας και τα οποία αυξήθηκαν διότι ουδέποτε τα αναζητήσαμε επειδή ακολουθήσαμε μια «πολιτική λιτότητας» όσον αφορά τους διαγνωστικούς ελέγχους. Το γιατί δεν εκφράσθηκαν με τη μορφή νοσούντων είναι ερμηνεύσιμο αν πάρει κανείς υπόψη του το τεράστιο ποσοστό των ατόμων που ενώ προσβάλλονται από τον ιό, παραμένουν ασυμπτωματικοί, δεν εκδηλώνουν τη νόσο, αλλά είναι ικανοί να τη μεταδώσουν.
Όπως φαίνεται λοιπόν όλα τελικά συνδέονται. Οι αλληλοσυγκρουόμενες επιστημονικές απόψεις του κου Σουρβίνου, μέλους του επταμελούς ΔΣ του ΕΟΔΥ, σύμφωνα με τις οποίες φαίνεται ότι συμπεριφορά του ιού στην Ελλάδα έχει ιδιαίτερα και μάλιστα διαφορετικά χαρακτηριστικά απ’ ότι σε όλες τις άλλες χώρες. Έτσι, σύμφωνα με τον κ. Σουρβίνο οι ασυμπτωματικοί άλλοτε μεταδίδουν τον ιό, άλλοτε δεν τον μεταδίδουν, άλλοτε πάλι τον μεταδίδουν, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό, όπως και οι συμπτωματικοί κλπ.
Κοντά σε όλα αυτά και η πολιτική της ιχνηλάτησης, που αντικατέστησε την έννοια της ανίχνευσης.
Για να το πούμε όσο πιο απλοϊκά γίνεται. Ξέρουμε ότι υπάρχει οργανωμένη σπείρα κλεπτών. Εμείς πιάνουμε τον κλέφτη που τυχαία έπεσε στην αντίληψή μας και κυνηγάμε τους φίλους και συγγενείς του που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον του, αλλά δεν επεκτείνουμε τις έρευνες μας και σε άλλους χώρους, που συχνάζουν κλέφτες για να βρούμε τους υπόλοιπους.
Μπορεί να φαίνεται απλοϊκό το παράδειγμα στερούμενο επιστημονικού κύρους. Είναι όμως αντίστοιχο της απλοϊκής αντίληψης που καλλιεργήθηκε με ευθύνη των αρμοδίων, ότι η Ελλάδα, οι αμμουδιές, οι παραλίες θα μας πρόσφεραν ένα καλοκαιράκι, λίγο διαφορετικό από τα άλλα.
Αλλιώς δεν θα είχε ξεκινήσει με ευθύνη του ίδιου του πρωθυπουργού ολόκληρη καμπάνια και γενικό προσκλητήριο τουριστών από όλες τις χώρες, με διευκολύνσεις, που θύμιζαν λίγο πολύ εκείνες που εξακολουθούν να ισχύουν προς άγραν επενδύσεων και αόρατων επενδυτών. Χωρίς τεστ, με νουθεσίες και διαβεβαιώσεις προς τους επισκέπτες, όπως αυτές του κου Δερμιτζάκη, «όσο υπεύθυνοι θα είμαστε εμείς, τόσο υπεύθυνοι θα είναι και οι τουρίστες» και άλλα πολλά.
Το ζήτημα της ατομικής ευθύνης και της κοινωνικής συμπεριφοράς με τρόπο που να διασφαλίζεται τόσο η προσωπική όσο και η συλλογική ασφάλεια είναι καθοριστικής σημασίας, ιδιαίτερα σε περιόδους επιδημίας. Είναι επίσης γεγονός ότι η σημασία αυτού του συνδυασμού έχει υποτιμηθεί από μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Σε αυτό συνέβαλε το πνεύμα του εξωραϊσμού της υγειονομικής κατάστασης των δυο μηνών της εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων, που δημιούργησε ένα κλίμα επανάπαυσης και εφησυχασμού στην κοινωνία.
Σήμερα όμως η κατά κόρον επίκληση στο αίσθημα της ατομικής ευθύνης, αποσκοπεί στο να επιρρίψει το σύνολο των ευθυνών της αρνητικής πορείας της επιδημίας αόριστα και κακόβουλα γενικά στο άτομο, συγκαλύπτοντας τις πραγματικές ευθύνες των υπευθύνων στη διαχείριση της κρίσης.
Με άλλα λόγια επιχειρείται να επιβληθεί η άποψη, ότι εμείς καλά τα πήγαμε μέχρι σήμερα, αλλά από δω και στο εξής εσείς φταίτε που δεν πάμε καλά γιατί εσείς χαλαρώσατε.
Άλλο βέβαια, αν μόλις πριν λίγες ημέρες βγήκε από το εθνικό τυπογραφείο η Κοινή Υπουργική Απόφαση, που στην ουσία καταργεί τα περιοριστικά μέτρα, μάσκες και αποστάσεις και μάλιστα παρακάμπτοντας την επιτροπή των «ειδικών». Από την άλλη βέβαια αυτή η τελευταία επανέρχεται με «ειδικές συσκέψεις των ειδικών», όταν επιβάλλεται να προσυπογράψει μια προειλημμένη απόφαση για να σταματήσουν τα πανηγύρια. Δυστυχώς αυτά δεν σταματάνε, παρά μόνον ως εκδηλώσεις. Κατά τα άλλα αποτελούν σήμα κατατεθέν στην καθημερινότητά μας.
«Η Ελλάδα είναι ασφαλής προορισμός». Δεν είναι ακούγεται άσχημα, άλλωστε «παντού υπάρχει ένας μύθος», δοκιμασμένο σλόγκαν.
Τελευταία αφού πήραμε ένα δείγμα – λες και δεν ήταν αναμενόμενο – ήρθαν να προστεθούν και άλλα επιστημονικά μέτρα. Πχ δειγματοληπτικά τεστ με «αλγόριθμο». Άραγε πόσες παραμέτροι αναζητούνται από τον επισκέπτη, όταν το υποχρεωτικό έντυπο που καλείται να συμπληρώσει ηλεκτρονικά πριν την είσοδό του στη χώρα περιλαμβάνει τα λιγότερα ερωτήματα, από τα αντίστοιχα ερωτηματολόγια, της ΕΕ και του ΠΟΥ, ούτως ώστε να χρειάζεται ένας ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΣ. Μάλλον θα πρόκειται για ειδικό αλγόριθμο, ψηφιοποίησης της περίφημης ΙΧΝΗΛΑΤΗΣΗΣ του ΕΟΔΥ.
Μάλιστα τώρα έρχεται να προστεθεί η ελληνικής έμπνευσης χρήση πιστοποιητικών που θα εμφανίζουν οι επισκέπτες από εργαστήρια των Καρπαθίων και άλλων περιοχών γνωστών για τα ταλέντα τους σε παραποιήσεις εγγράφων και τα οποία θα «αποδεικνύουν» ότι έχουν υποβληθεί σε τεστ και ότι είναι αρνητικοί στον κορονοϊό. Αυτό το «πιστοποιητικό εισόδου» όχι μόνο δεν λύνει το πρόβημα, αλλά μάλλον ισοδυναμεί με αποφυγή διενέργειας τεστ που κατά συνέπεια δεν θα εμφανίζουν τον πραγματικό αριθμό των πιθανών κρουσμάτων.
Ωστόσο αξίζει να αναρωτηθεί κανείς, αφού ο ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΣ είναι τόσο μελετημένος, πώς δεν συνέβαλε στο να αποφευχθεί η «έκρηξη» των κρουσμάτων στον Προμαχώνα και πάλι αν είναι τόσο αποτελεσματικός γιατί δεν συνεχίζουμε να τον χρησιμοποιούμε και να μην ζητάμε πιστοποιητικά από τους εισερχόμενους.
Αλλά ας επανέλθουμε στην αρχική παρατήρηση περί «ορφανών κρουσμάτων» και ας δούμε κατά πόσον δικαιολογείται η ανησυχία του κου Μαγιορκίνη και των επιδημιολόγων. Πρόκειται μήπως για κάποιο φαινόμενο που ενέσκηψε προσφάτως ή προϋπήρχε εδώ και καιρό;
Αν ανατρέξει κανείς στις επίσημες καθημερινές ενημερωτικές ανακοινώσεις, θα διαπιστώσει ότι επαναλαμβάνεται επί σειρά μηνών με «ευλάβεια» ένα κλασικό «τροπάριο».
Επομένως θα μπορούσαμε να πάρουμε σαν παράδειγμα ένα τυχαίο ανακοινωθέν, εκείνο στις 09.06.20: «Από το σύνολο των 3058 κρουσμάτων, 690 (22.6%) θεωρούνται σχετιζόμενα με ταξίδι από το εξωτερικό, 1740 (56.9%) είναι σχετιζόμενα με ήδη γνωστό κρούσμα και τα υπόλοιπα δεν σχετίζονται ούτε με ταξίδι ούτε με άλλο γνωστό κρούσμα ή είναι ακόμα υπό διερεύνηση».
Διαβάζοντας προσεκτικά την παράγραφο, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι τα αναφερόμενα ως «υπόλοιπα» κρούσματα, δεν αποτυπώνονται ούτε αριθμητικά, αλλά ούτε ως ποσοστό.
Θα περίμενε κανείς μια τέτοια διατύπωση – παρουσίαση, εάν επρόκειτο περί αμελητέας σε αριθμό πληθυσμιακής ομάδας, όχι όμως αν πρόκειται για 628 άτομα και ποσοστό 20.5%, δηλαδή όσο και της πρώτης ομάδας, δηλ των κρουσμάτων που σχετίζονται με ταξίδι στο εξωτερικό.
Από πρώτη άποψη και τελείως αυθόρμητα θα μπορούσε κανείς να το αποδώσει σε πρόθεση να περάσει απαρατήρητο ένα τέτοιο σημαντικά στατιστικό νούμερο.
Όντως αυτή η πιθανότητα ενδεχομένως να υπάρχει.
Ποιο λοιπόν το νόημα της απόκρυψης. Προφανώς η διαπίστωση ότι ένα 20% περίπου των κρουσμάτων είναι άγνωστης προέλευσης είναι από μόνο του ανησυχητικό, επειδή αφ'ενός μεν η προέλευση είναι άγνωστη, αφ'ετέρου δε η δυνατότητα ιχνηλάτησης είναι σαφώς περιορισμένη, όσο και δυσχερής.
Ωστόσο αυτό που καθιστά την παρατήρηση αυτή - κατά τη γνώμη μου - σημαντική δεν είναι μόνον το γεγονός της αδυναμίας του συστήματος επιτήρησης να ελέγξει την εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα μας και που γι αυτό ενδεχομένως θα ήθελε να αποφύγει κάθε δημοσιότητα, προκειμένου να φανούν οι αδυναμίες και να εκτεθεί.
Η αδυναμία αυτή βέβαια είναι σημαντική και αποκαλύπτει ένα σοβαρό κενό σε επίπεδο υγειονομικού ελέγχου και εγκυμονεί κινδύνους όσον αφορά την εξέλιξη της διασποράς της νόσου.
Ωστόσο θα μπορούσε να πει κανείς ότι επειδή δεν βρισκόμαστε στην αρχή της επιδημίας, αλλά κάπου στην εξέλιξή της (κανείς δεν είναι σε θέση να κάνει μια σοβαρή επιστημονική εκτίμηση της φάσης που βρισκόμαστε, με δεδομένη την ανυπαρξία των απαραίτητων εκείνων επιδημιολογικών στοιχείων που την προσδιορίζουν και που θα ήταν προϊόν εκτεταμένων ελέγχων με τεστ PCR και βιολογικών δειγμάτων ανίχνευσης του ιού), θα μπορούσαμε να δεχθούμε, ότι λόγω της εκτεταμένης – σε όποιο χ βαθμό – παρουσίας του ιού στην κοινότητα, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί το γεγονός, ότι ακριβώς γι αυτό το λόγο θα μπορούσαν να υπάρχουν πολλά διάσπαρτα κρούσματα, των οποίων η πηγή της μόλυνσης τους θα ήταν άγνωστη.
Με άλλα λόγια θα ήταν, αν και δυσάρεστο, κάτι αναμενόμενο. Χωρίς να μειώνει κανείς την επικινδυνότητα αυτού του γεγονότος, σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε και αναφορικά με τις προοπτικές εξέλιξης, ίσως μάλιστα να ήταν λιγότερο ανησυχητικό από ότι στην αρχική φάση της πανδημίας, όπου επιμένει κανείς να περιορίσει τις πύλες εισόδου, φυλάσσοντάς τις σχολαστικά και ανιχνεύοντας κάθε πιθανή εισβολή του ιού από τις εξωτερικές πηγές, εφόσον σε εκείνη τη συγκεκριμένη φάση η διασπορά του στην κοινότητα, θεωρητικά τουλάχιστον δεν θα ήταν τόσο μεγάλη, όσο σήμερα.
Τέλος, ίσως η παρουσία έστω και ενός ελάχιστου αριθμού κρουσμάτων άγνωστης προέλευσης τότε, να είχε μεγαλύτερη σημασία απ' ότι ενός μεγαλύτερου σήμερα.
Προφανώς όμως όχι αυτού, της τάξης του 20%.
Εάν θυμηθούμε τις δηλώσεις των ειδικών επιστημόνων, στην αρχή της πανδημίας, ότι τους ανησυχούσε ο αριθμός των αγνώστου προέλευσης κρουσμάτων, που δεν ξεπερνούσαν τα 10, άραγε πόσο θα πρέπει να ανησυχούμε εμείς με τη σειρά μας σήμερα;
Δυστυχώς όμως, αυτός δεν μπορεί να είναι ο μοναδικός λόγος ανησυχίας. Κι αυτό γιατί πίσω από την αθώα ή ενδεχομένως πονηρή παράλειψη της αριθμητικής ή ποσοστιαίας αποτύπωσης, της ειδικής αυτής ομάδας των κρουσμάτων, κρύβεται κάτι πολύ πιο σοβαρό και επικίνδυνο.
Το 80% περίπου των κρουσμάτων έχει ανιχνευθεί σε μια τυπική διαδικασία, πχ είσοδοι στη χώρα, έλεγχος των ατόμων που ήρθαν σε επαφή με ένα διαπιστωμένο κρούσμα.
Μένει λοιπόν ένα 20% που ανακαλύφθηκε από μια ευρύτερη διαδικασία ανίχνευσης, (από τη στιγμή που δεν γνωρίζουμε την πηγή), πέραν της αυτονόητης ρουτίνας ελέγχου.
Πρόκειται λοιπόν για τυχαίους αγνώστους. Με άλλα λόγια τους βρήκαμε όταν δεν ψάχναμε σε γνωστά μέρη, δηλαδή εκεί που ήταν ήδη τα κρούσματα ή εκεί που μας οδήγησαν κάποια από τα κρούσματα.
Αυτά τα μέρη όμως είναι λιγότερα από αυτά στα οποία θα μπορούσε να βρίσκεται ή βρίσκεται ήδη ο ιός και που εκεί θα έπρεπε να ψάξουμε.
Αυτό επιτελείται και κατ' επέκταση επιτυγχάνεται μόνον με τη διενέργεια ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΜΑΖΙΚΩΝ PCR ΤΕΣΤ και σε καμιά περίπτωση σε αυτή τη φάση με ΤΕΣΤ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ (από τη στιγμή που ούτε χώρες σε προχωρημένη φάση επιδημίας και υπολογίζοντας σ' ένα ελάχιστο ποσοστό συλλογικής ανοσίας, ΔΕΝ ΤΟΛΜΟΥΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ).
Δεν υπάρχει ίσως μεγαλύτερη απόδειξη ότι στη χώρα μας
• έχει γίνει εξαιρετικά χαμηλός αριθμός τέτοιων PCR τεστ
• έχουν γίνει σε μικρότερη αναλογία στον πληθυσμό
• έχουμε τη μεγαλύτερη αναλογία τεστ ανά ασθενή (δηλαδή πολλές φορές στο ίδιο άτομο)
• έχουμε μεγαλύτερη αναλογία ανά επιβεβαιωμένο κρούσμα (ουσιαστικά επιβεβαιώναμε τα κρούσματα όταν εμφανίζονται μπροστά μας, δεν τα ανιχνεύαμε ούτε τα αναζητούσαμε για να προλάβουμε και να περιορίσουμε τη διασπορά στην κοινότητα, ή τουλάχιστον να προσδιορίσουμε την έκτασή της).
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες τα επιτελεία φαίνεται ότι δεν είχαν αντιληφθεί τη διαφορά ανάμεσα στην έννοια ανίχνευση, που συνιστά μια απαραίτητη διαδικασία για την κατάρτιση του επιδημιολογικού χάρτη, προκειμένου να εντοπιστούν εστίες κρουσμάτων – και όχι απλά ο αριθμός – να καθορισθούν οι άξονες της στρατηγικής κλπ και στην έννοια ιχνηλάτηση, που αφορά τον εντοπισμό πιθανών κρουσμάτων σε σχέση με ένα ήδη διαπιστωμένο κρούσμα. Να ανακαλύψει δηλαδή κανείς ενδεχόμενα νέα κρούσματα, γνωρίζοντας τον κύκλο και τη χρονική σειρά των επαφών του μολυσμένος ατόμου. Αποτελεί συνεπώς μια τακτική, με σκοπό να μπορέσει κανείς να ελέγξει τελικά την εξέλιξη της επιδημίας, εμποδίζοντας τη μετάδοση της νόσου.
Δεν διδαχθήκαμε και δεν αξιοποιήσαμε την εμπειρία όλων των άλλων χωρών, της Ν.Α. Ασίας, της Ισλανδίας κλπ, που από τη πρώτη κιόλας στιγμή κατέφυγαν στη μέθοδο των μαζικών τεστ στον πληθυσμό και κατάφεραν θεαματικά αποτελέσματα, είτε πάλι άλλων χωρών, εκείνων της Ε.Ε. που αρχικά καθυστέρησαν, αλλά τελικά επιδόθηκαν σε αγώνα δρόμου μαζικής ανίχνευσης με χιλιάδες τεστ ημερησίως.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν πολύ δύσκολο για τις χώρες αυτές, λόγω του πολλαπλάσιου αριθμού περιστατικών!
Και σαν μην ήταν μόνον αυτό δεν χάναμε ευκαιρία να προσφεύγουμε σε παιδαριώδεις και άκομψες ανταγωνιστικές συγκρίσεις, κομπάζοντας για τα δήθεν εντυπωσιακά αποτελέσματα, την ώρα που στις άλλες χώρες χάνονταν ανθρώπινες ψυχές συνανθρώπων μας!!!
Ίσως είναι η στιγμή, έστω και με τραγική καθυστέρηση, να αντιληφθούν οι υπεύθυνοι την πραγματική κατάσταση. Δεν είναι ντροπή να αναθεωρήσουν τη στρατηγική τους, μήπως και καταφέρουμε να αλλάξουμε την πορεία, αποτρέποντας,το κατά τα άλλα αναπόφευκτα μοιραίο.