Αιώνες πριν, στα βάθη της Ασίας. Ξημέρωμα. Λίμνη μεγάλη και βαθιά. Υγρασία και ομίχλη. Αυτοσχέδια βάρκα με κουπιά κινείται με μικρή ταχύτητα, μέσα σε απόλυτη ησυχία. Ο γέροντας που κωπηλατεί, με όση δύναμη του επιτρέπουν οι ρευματισμοί του, δεν έχει κανένα λόγο να βιάζεται. Το αντίθετο. Η γαλήνη της φύσης, ο αργός-ρυθμικός παφλασμός των κουπιών στο νερό, το αμυδρό φως και τα σύννεφα των υδρατμών, είναι ό,τι πρέπει για διαλογισμό. Ο σοφός δάσκαλος-στοχαστής, αρχιερέας του τοπικού θρησκευτικού-φιλοσοφικού ιερατείου, διότι περί αυτού πρόκειται, κάνει ακριβώς την ίδια διαδρομή, κάθε μέρα, επί δεκαετίες. Τον βοηθά να χαλαρώνει, να σκέπτεται, να φιλοσοφεί. Δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει αυτή του τη συνήθεια, παρότι τόσα χρόνια διαβάσματος, διδασκαλίας και διαλογισμού, τον έχουν φέρει πολύ κοντά στην απόλυτη σοφία.
Αυτό που δεν γνωρίζει, είναι ότι η σημερινή μέρα δεν είναι σαν τις άλλες. Δεν του περνά από το μυαλό ότι σε λίγα λεπτά θα δοκιμάσει την οδυνηρότερη έκπληξη της μακράς ζωής του. Ότι η γνώση, η εμπειρία και οι απόλυτες απόψεις του, θα αναγκαστούν να υποκλιθούν στον πανίσχυρο συνδυασμό θέλησης, επιμονής και ανάγκης.
Κωπηλατεί και κωπηλατεί, κι ενώ ο ήλιος που ανεβαίνει διαλύει σιγά-σιγά την ομίχλη, την ησυχία του πρωινού και τον ειρμό των σκέψεών του διακόπτουν φωνές. Δυνατές, επαναλαμβανόμενες κραυγές, που λένε και ξαναλένε το ίδιο πράγμα: μια σύντομη αλληλουχία λέξεων, κάτι σαν προσευχή, σαν ποίημα, σαν ξόρκι. Αναγνωρίζει και τα λόγια και αυτόν που απαγγέλλει. Ένας από τους νεότερους μαθητές του, εντελώς αρχάριος αλλά ενθουσιώδης και πείσμων, πειραματίζεται στην όχθη, αναφωνώντας τη μαγική φράση που, σύμφωνα με το «σύστημά» τους, είναι απαραίτητη για να μπορέσει κανείς να περπατήσει πάνω στο νερό.
Ο δάσκαλος κουνά το κεφάλι και χαμογελά συγκαταβατικά. Ο μαθητής τα κάνει όλα λάθος. Ούτε η σειρά των λέξεων είναι σωστή, ούτε η προφορά, ούτε ο τονισμός. Ο νέος ματαιοπονεί. Άλλωστε, ούτε ο ίδιος, ο πάνσοφος και φωστήρας, ο κατέχων το «σύστημα» όσο κανένας άλλος, ο βαθύς γνώστης του τελετουργικού, έχει καταφέρει ποτέ να περπατήσει στο νερό.
Κάνει να συνεχίσει την πορεία του, αλλά το ξανασκέπτεται. Δεν μπορεί να επιτρέψει τέτοια γελοιοποίηση του «συστήματος», αλλά ούτε και να στερήσει από τον αδαή αυτόν την, έστω αμυδρή, ελπίδα να περπατήσει πάνω στο νερό. Προσεγγίζει λοιπόν την όχθη, με σκοπό να διδάξει τον φτωχό νεανία το «σωστό».
Ο μαθητής αιφνιδιάζεται. Η αυτού εξοχότης ο τρισμέγιστος δάσκαλος, ο γκουρού, ο παντογνώστης, διακόπτει τη βαρκάδα του για να ασχοληθεί με την ταπεινότητά του. Μεγάλη η τιμή, μεγάλη και η ταραχή του. Ενόσω ο διδάσκαλος μιλά, η καρδιά του πάει να σπάσει, τ’ αυτιά του βουίζουν. Και φυσικά αδυνατεί να συγκεντρωθεί, αδυνατεί να παρακολουθήσει, αδυνατεί να κατανοήσει. Η διάλεξη τελειώνει, ο μαθητής ευχαριστεί, ο δάσκαλος αναχωρεί.
Ικανοποιημένος ο γέροντας σοφός, επιβιβάζεται στη βάρκα του και απομακρύνεται. Διανύει μερικές δεκάδες μέτρα και την ικανοποίηση διαδέχεται η … πλήρης απογοήτευση. Πίσω του ο νέος συνεχίζει την εξάσκηση αναφωνώντας … τα ίδια λάθη. Λάθος η σειρά, λάθος η προφορά, λάθος ο τονισμός. Τίποτε δεν κατάλαβε, χαμένος ο κόπος και η ώρα που του αφιέρωσε. Κουνά το κεφάλι με απόγνωση, αναλογιζόμενος τη στενομυαλιά τού νεαρού. Γυρίζει να του ρίξει μια τελευταία ματιά και … δέχεται το τελειωτικό χτύπημα.
Ο μαθητής του ΠΕΡΠΑΤΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ερχόμενος προς αυτόν! Πλησιάζει, φθάνει στη βάρκα και … ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΟΡΘΙΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΝΕΡΟ, ρωτώντας ευλαβικά τον εμβρόντητο γέροντα:
«Δάσκαλε συγγνώμη, αλλά νομίζω ότι, πάνω στη λαχτάρα μου, δεν κατάλαβα όσα είπες. Μήπως μπορείς να τα επαναλάβεις;».
Υ.Γ. Την παραπάνω ιστορία, πολύ γνωστή στην Ανατολή, σας τη μεταφέρω όπως την άκουσα πριν πολλά χρόνια από τον πατέρα μου, έναν γέροντα δάσκαλο με πλήρη σεβασμό στη θέληση και το πείσμα κάθε μαθητή. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, αλλά την είχε διαβάσει, μαζί με άλλες, σε βιβλίο Αμερικανού συγγραφέα που είχε ζήσει επί σειρά ετών στην Ασία. Ελλείψει του πρωτοτύπου, έγιναν δικές μου παρεμβάσεις προς χάριν της αφήγησης, οι οποίες όμως καθόλου δεν αλλοιώνουν το νόημά της.
Την αφιερώνω, με την ευκαιρία του νέου έτους, σε όλους τους ανασφαλείς, ηττοπαθείς, γκρινιάρηδες και μίζερους, που αναζητούν «πεφωτισμένους» ηγέτες στο δρόμο τους και «μαγικές» λύσεις στα προβλήματά τους.